- ανεμοφιλία
- Φαινόμενο διασποράς της γύρης από ρεύματα αέρα, χαρακτηριστικό ορισμένων φυτών, στα οποία η δομή του άνθους είναι προσαρμοσμένη σε αυτή τη διαδικασία. Από τα ποώδη φυτά ανεμόφιλα είναι τα αγρωστώδη (π.χ. αραβόσιτος, βρόμη κλπ.) και οι κυπερίδες (διάφορα είδη του γένους κάρηξ),από τα ξυλώδη τα λεγόμενα ιουλοφόρα επειδή ακριβώς είναι εφοδιασμένα με ίουλους, όπως το μεγαλύτερο μέρος των κωνοφόρων (πεύκο, έλατο κλπ.) και τα κυπελλοφόρα (φουντουκιά, βελανιδιά κλπ.). Ο όρος ανεμόγαμα ή αερόγαμα είναι συνώνυμος του ανεμόφιλα.
Dictionary of Greek. 2013.